έκκρουση

έκκρουση
[-ις (-εως)] η выбивание, вышибание, выколачивание;

§ έκκρουση βέλους — метание стрелы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "έκκρουση" в других словарях:

  • έκκρουση — η (Α ἔκκρουσις) απώθηση, εξώθηση με κρούση αρχ. έκπτωση λογαριασμού …   Dictionary of Greek

  • ἐκκρούσῃ — ἐκκρούσηι , ἔκκρουσις beating out fem dat sg (epic) ἐκκρούω knock out aor subj mid 2nd sg ἐκκρούω knock out aor subj act 3rd sg ἐκκρούω knock out fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδελφοφάς — και αδερφοφάς, ο βλ. αδελφοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αδελφοφάγος > αδελφοφάος (με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ) > αδελφοφάς (με έκκρουση τού ο μετά το α)] …   Dictionary of Greek

  • γητεύω — 1. γοητεύω, μαγεύω 2. θεραπεύω με γητειές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως γητεύω < *γογητευω (με αποβολή τής πρώτης συλλαβής γο που παρετυμολογικά εκλήφθηκε ως η προσωπική αντωνυμία [ε]γώ) < γοητεύω, με ανάπτυξη τού ημιφωνικού στοιχείου γ… …   Dictionary of Greek

  • εκκρουστικός — ή, ό (Α ἐκρουστικός, ή, όν) αυτός που συντελεί σε έκκρουση, σε απώθηση …   Dictionary of Greek

  • ηστία — ἡστία, ἡ (Μ) (αντί ἑστία) πυρά, φωτιά, κν. στια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μσν. τ. τού εστία*, πιθ. από επίδραση τού άρθρου (< η εστία), που ως ισχυρότερο φωνήεν μπορούσε να οδηγήσει σε αποβολή (έκκρουση) τού ασθενούς φωνήεντος ε ] …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • μακρομερίζω — (Μ μακρομερίζω) χάνω τον καιρό μου, χασομερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακροημερίζω με έκκρουση τού άτονου η < μακροήμερος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»